lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σύμβαση στα ουκρανικά

Λέξη:
σύμβαση (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (25):
бізнес, бізнесовий, вантажівка, ведення, гендель, делікатес, договір, домовленість, діло, діловий, збори, згода, злагода, комісійний, конвенційний, конвенція, контракт, кількість, операція, особливість, пакт, підрядний, справа, товарообмін, угода
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά σύμβαση, σύμβαση χάγης, σύμβαση της χάγης, σύμβαση παροχής υπηρεσιών, σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, σύμβαση μαθητείας, σύμβαση στα ουκρανικά, бізнес στα ελληνικά
σύμβαση στα ουκρανικά