lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τσέπη στα ουκρανικά

Λέξη:
τσέπη (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (7):
валіза, кишеню, кишеня, мішок, сумка, торба, торбина
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά τσέπη, τσέπη τζιν, τσέπη συνώνυμο, ονειροκριτης τσέπη, τσέπη στα ουκρανικά, валіза στα ελληνικά
τσέπη στα ουκρανικά