lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τυλίγω στα ουκρανικά

Λέξη:
τυλίγω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (24):
аркуш, включати, включити, включіть, втягати, втягнути, відомість, загорніть, загортати, згинати, зігнути, коліна, кошара, лист, листок, пола, простирадло, раунд, складати, складка, скласти, спричинити, спричиняти, хлебтати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά τυλίγω, τυλίγω συνώνυμο, τυλίγω συνώνυμα, τυλίγω λεξικό, τυλίγω αγγλικά, τυλίγω στα ουκρανικά, аркуш στα ελληνικά
τυλίγω στα ουκρανικά