lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τόξο στα ουκρανικά

Λέξη:
τόξο (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (22):
арка, бант, вигинати, вигнути, висиджувати, висидіти, вклонитися, вікно, вістря, дуга, квадрант, кланятися, край, лаз, лезо, лук, люк, мерлуза, склепіння, схилятися, уклонитися, уклін
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά τόξο, τόξο τιμή, τόξο της ηπείρου, τόξο πιερίας, τόξο παιχνίδια, τόξο κύκλου, τόξο στα ουκρανικά, арка στα ελληνικά
τόξο στα ουκρανικά