lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπηρέτης στα ουκρανικά

Λέξη:
υπηρέτης (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (11):
боєць, васал, людина, мужчина, прислуга, розвідник, скаут, слуга, службовець, служитель, чоловік
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά υπηρέτης, υπηρέτησ δύο αφεντάδων φιλιππίδησ, υπηρέτησ 2 αφεντάδων, υπηρέτης συνώνυμα, υπηρέτης με δύο αφεντικά, υπηρέτης δύο αφεντάδων υπόθεση, υπηρέτης στα ουκρανικά, боєць στα ελληνικά
υπηρέτης στα ουκρανικά