lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φαναράκι στα ουκρανικά

Λέξη:
φαναράκι (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (11):
вогник, запалити, запалювати, засвітити, легкий, ліхтар, освітити, світлий, світло, смолоскип, факел
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά φαναράκι, χάρτινο φαναράκι, φαναράκι λήμνου, φαναράκι λήμνος, φαναράκι κατασκευή, πασχαλινό φαναράκι, φαναράκι στα ουκρανικά, вогник στα ελληνικά
φαναράκι στα ουκρανικά