lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χειροκροτώ στα ουκρανικά

Λέξη:
χειροκροτώ (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (7):
аплодувати, аплодуйте, ляпати, плескати, схвалити, схвалювати, удар
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά χειροκροτώ, χειροκροτώ στα ουκρανικά, аплодувати στα ελληνικά
χειροκροτώ στα ουκρανικά