lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ουλή

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cicatrix, scar, sword-cut
ουλή
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
jizva, šrám
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
narbe, schmarre, schramme
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
skramme
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cicatriz, cuchillada, estigma, lacra
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
astigmate, balafre, cicatrice, estafilade, marque, plaie, stigmate, taillade
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cicatrice, sfregio
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
arr, skramme
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
рубец, шрам
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
arr, ärr
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mbresë
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
рубец
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
arm
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
arpi
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
forradás, heg, sebhely
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cicatriz, lacra
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
cicatrice
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
jazva
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відзначати, відзначити, відмітити, відмічати, відтиск, знак, кендюх, марка, мітка, облямівка, ознака, оцінка, позначати, позначення, позначити, позначка, покажчик, помітити, помічати, прикмета, пузо, підвищення, підрубити, підрублювати, рубець, слід, штамп
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
blizna, szrama

Σχετικές λέξεις

ουλή στο πρόσωπο, ουλή καισαρικής, ουλή των ελλήνων, ουλή ονειροκρίτης, ουλή στην καρδιά, ουλή στα αγγλικα, χηλοειδής ουλή, χηλοειδή ουλή, υπερτροφική ουλή, ακτινωτή ουλή