lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: οχυρό

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fastness, fortress, stronghold, tower
οχυρό
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bašta, pevnost
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
burg, festung, kastell
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
borg
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alcazaba, alcázar, fortaleza, plaza
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bastille, boulevard, fort, forteresse, fortification, kremlin, superforteresse, ville
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fortezza, rocca
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
borg, citadell, festning
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
крепость, твердыня
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
borg, citadell, festning, fäste, fästning
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fortesë, kala
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
крэпасць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kants
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
linnoitus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
grad, tvrđava
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
citadella, erőd, erődítmény
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
fortas, tvirtovė
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
baluarte, dureza, firmeza, fortaleza
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
fort
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
витривалість, концентрація, могутність, міцність, міць, наполегливість, потенція, сердечність, сила, твердиня, фортецю, фортеця, цитадель, чіпкість
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
forteca, twierdza, warownia

Σχετικές λέξεις

οχυρό ρούπελ, οχυρό λίσσε, οχυρό κάλλη, οχυρό νυμφαίας, οχυρό ιστίμπεη, οχυρό του ρούπελ, οχυρό ρούπελ χάρτης, οχυρό μασάντα, οχυρό ρούπελ επίσκεψη