lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ούλο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
elastic, gum, gumming, rubber
ούλο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
elastický, guma, gumování, kaučuk, nagumování, pružný, pryž
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gummi, kautschuk, radiergummi, zahnfleisch
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
elastisk, gomme, gumme, gummi, tandkød, viskelæder
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
borrador, caucho, elástico, encía, goma
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
calamité, caoutchouc, gencive, gommage, gomme, inélastique, élastique
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
elastico, gengiva, gomma
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
elastisk, gomme, gummi, tannkjøtt, viskelær
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
десна, камедь, каучук, резина, резинка, эластичный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gummi
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
дзясна, рызіна
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
elastne, ige
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
joustava, kautsu, kimmoisa, kumi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kaučuk
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
foghús, gumi, gumizsinór, íny
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
elastingas, guma
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
borracha, elástico, gengiva, goma
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
guma
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гума, гумка, гумовий, камедь, каучук, каучуковий, резинка, ясна
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
dziąsło, guma

Σχετικές λέξεις

πρησμένο ούλο, μαύρο ούλο, ερεθισμένο ούλο, μαυρισμένο ούλο, φρονιμίτης ούλο, το ούλο