lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πένσα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
barnacle, claw, clawing, clipper, nipper, nippers, pincer, pincers, pliers, tong, tongs
πένσα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
klepeto, kleštičky, kleště, pinzeta
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kneifzange, zange, zangen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
tang
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alicates, pinzas, tenazas
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mouchette, pince, pinces, tenaille, tenailles, tricoises
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pinza, tenaglia
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
knipetang, tang
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
клешня, клещи, плоскогубцы, щипцы
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tång
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
darë
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
абцугi, пласкагубцы
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
traaditangid
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kliješta
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
fogó, harapófogó
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alicate, alicates
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
cleşte
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
kliešte
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
obcęgi, szczypce

Σχετικές λέξεις

πένσα rj45, πένσα με στρογγυλή μύτη, πένσα utp, πένσα για γαντζάκια, πένσα γκριπ, πένσα ακροδεκτών, πένσα σύσφιξης δακτυλιδιών περιφράξεως, πένσα για καλώδια δικτύου, πένσα δικτύου, πένσα knipex