lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: παθητικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
passive, quiescent
παθητικός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bezvládný, pasivní, trpný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
passiv
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
passiv, viljeløs
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
indiferente, inerte, pasivo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
commandé, déwatté, inerte, passif, patient
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inerte, passivo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
passiv, viljeløs
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пассивен, пассивный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
passiv, viljelös
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
пасіўны
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
passiivne
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pasivan
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
passzív
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
pasyvus
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
apagado, inactivo, inerte, passivo
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гнучкий, несприятливий, пасивний, слабкий
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
bierny, pasywny

Σχετικές λέξεις

παθητικός αόριστος, παθητικός αόριστος β, παθητικός μέλλοντας και αόριστος, παθητικός μέλλοντας και αόριστος ασκήσεις, παθητικός μέλλοντας, παθητικός αόριστος ασκήσεις, παθητικός συνώνυμο, παθητικός μέλλοντας α, παθητικός αόριστος κλίση, παθητικός μέλ. και αόρ. β ́