lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: παράνομος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
forcible, illegal, illegitimate, illicit, lawless, unauthorised, unlawful, wrongful
παράνομος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
ilegální, nedovolený, nelegitimní, nelegální, nemanželský, neoprávněný, nezákonný, protiprávní
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gesetzlos, rechtlos, rechtswidrig
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
illegitim, lovløs, lovstridig, uberettiget, ulovlig
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desaforado, ilegal
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
illicite, illégal, illégitime, tortionnaire
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abusivo, illecito, illegale
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
illegitim, lagløs, lovløs, lovstridig, uberettiget, ulovlig, urettmessig
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
беззаконен, беззаконный, незаконен, незаконный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
illegitim, laglös
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
беззаконны, незаконны
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laiton, luvaton, oikeudeton, väärä
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nedopušten, nedozvoljen
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
illegális, törvényellenes
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abusivo, desaforado, desaguisado, ilegal, ilegítimo, ilícito, inválido
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
беззаконний, заборонений, невиправданий, негарантований, недозволений, незаконний, нелегальний, необґрунтований, неправильний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
bezprawny

Σχετικές λέξεις

παράνομος κόσμος, παράνομος ο φόρος αλληλεγγύης, παράνομος ανατοκισμός, παράνομος κι αν είναι ο δεσμός μας, παράνομος δεσμός stixoi, παράνομος δεσμός, παράνομος τζόγος, παράνομος πλουτισμός, παράνομος τζόγος βόλος, παράνομοσ συνώνυμο