lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: παραγωγός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
maker, manufacturer, producer, supplier
παραγωγός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
producent, továrník, výrobce
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erzeuger, hersteller, produzent
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
fabrikant, producer
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fabricante, productor
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cartier, chaisier, fabricant, liquoriste, oculariste, outilleur, plumassier, producteur, sandalier
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fabbricante, fabbricatore, produttore
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fabrikant, produsent
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изготовитель, продуцент, продюсер, производитель, товаропроизводитель
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
producent, tillverkare
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
вырабляльнік, вытворца
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
produtsent, tootja
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tekijä
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
proizvođač
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
termelő
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
gamintojas, prodiuseris
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fabricante, produtor
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
výrobca
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виготовлювач, виробник
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
producent, wytwórca

Σχετικές λέξεις

παραγωγός ταινιών, παραγωγός ελαιολάδου, παραγωγός αγροτικών προϊόντων, παραγωγός διαφήμισης, παραγωγός μελιού, παραγωγός ραδιοφώνου, παραγωγός λαδιού, παραγωγόσ πατάτασ, παραγωγός μουσικής, παραγωγός ξηροί καρποί