lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: παρθένα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
damsel, girl, intact, maiden, vestal, virgin, virginal
παρθένα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dcera, děvče, holka, panenský, panna, slečna
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fräulein, jungfer, jungfrau, jungfräulich, magd, maid, mädchen, mädel, tochter
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
datter, frøken, jente, jomfru, kysk, mø, pige, pike, ærbar
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
casto, chica, doncella, hija, muchacha, señorita, virgen, virginal
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chaste, demoiselle, fille, puceau, pucelle, vierge, virginal
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
figlia, intatto, ragazza, signorina, vergine
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
datter, jente, jomfru, kysk, mø, møy, pike, ærbar
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дева, девица, девочка, девствен, девственница, девственны, девственный, девушка
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kysk, mö, ungmö, ärbar
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bijë, vajzë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дъщеря
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
дачка, дзявоцкі, нявінны, нявінніца, цнатлівы
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
neitsi, tüdruk
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
impi, koskematon, neitsyt, tyttö, tytär
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
djevojka
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
duktė, mergaitė, mergelė, mergina, panelė
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
garota, menina, moça, rapariga, rija, virgem, virgens, virginal
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
dekle
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
panna
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
невинний, незаймана, незайманий, непорочний, цнотливий
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
dziewica, dziewiczy

Σχετικές λέξεις

παρθένα τσαμουρίδου, παρθένα χοροζίδου, παρθένα ουσταμπασίδου, παρθένα τσιμπούκα, παρθένα φουντουκίδου, παρθένα χοροζίδου βικιπαιδεια, παρθένα στα αγγλικά, παρθένα γαμίδου, παρθένα ετών 30, παρθένα χοροζίδου βιογραφικο