lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: περιγράφω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
circumscribe, delineate, depict, describe, document, feature, portray
περιγράφω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
líčit, ohraničit, opisovat, opsat, popisovat, popsat, vylíčit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beschreiben, darstellen, schildern
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
beskrive
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
circunscribir, describir, pintar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chroniquer, circonscrire, décrire, dépeindre, raconte
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
delimitare, descrivere
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
beskrive
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
описывать, профилировать, рисовать
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përshkruaj
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
апісваць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kirjeldama
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuvailla, kuvata
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
opisati
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
leírni
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
apibūdinti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
descrever, pintar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
додавати, додати, змалюйте, зображати, зображення, зображувати, зобразити, зобразіть, малювати, образ, окреслити, окреслювати, описати, описувати, опишіть, прикладіться, прикріпити, прикріплювати, прикріпляти, імідж
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
opisywać

Σχετικές λέξεις

περιγράφω συνώνυμα, περιγράφω τον εαυτό μου, περιγράφω το δωμάτιό μου, περιγράφω συνώνυμο, περιγράφω την τάξη μου, περιγράφω ένα αντικείμενο, περιγράφω ένα πρόσωπο, περιγράφω το αγαπημένο μου παιχνίδι, περιγράφω την εικόνα, περιγράφω έναν περίπατο στο δάσος