lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πετρέλαιο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
attar, kerosene, naphtha, oil, oilier, petroleum, pus
πετρέλαιο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
hnis, nafta, olej, petrolej, ropa
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eiter, erdöl, kerosin, petroleum, rohöl, öl, ölig
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
fotogen, materie, nafta, olie, petroleum, råolie, var
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aceite, humor, materia, nafta, petróleo, pus, queroseno, óleo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chassie, essence, huilage, huile, kérosène, naphte, pus, pétrole, sanie
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cherosene, nafta, olio, petrolio, pus
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fotogen, materie, nafta, olja, olje, parafin, petroleum, puss, var, verk
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
гной, керосин, масло, масляный, нефть, петролеум
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fotogen, materie, nafta, olja, petroleum, puss, var
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vaj
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гной, керосин, масло, нефт, петрол
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
газа, гной, масла, нафта
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
nafta, petrooleum, õli
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
märkä, paloöljy, petroli, visva, öljy
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nafta
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kőolaj, nyersolaj, olaj, petróleum, ásványolaj
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
aliejus, alyva, nafta, žibalas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aceite, nafta, petróleo, pus, querosene, unto, óleo
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
nafta
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
olej, petrolej
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гас, гасовий, гній, зміст, керосин, керосиновий, масло, матеріал, матерія, нафта, нафту, олію, олія, парафін, питання, речовина, справа
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
nafta, olej, olejek, olejny, ropa

Σχετικές λέξεις

πετρέλαιο θέρμανσης επίδομα, πετρέλαιο θέρμανσης εκο, πετρέλαιο θέρμανσης 2014, πετρέλαιο θέρμανσης bp, πετρέλαιο brent, πετρέλαιο στην ελλάδα, πετρέλαιο θέρμανσης τιμες, πετρέλαιο κίνησης τιμές, πετρέλαιο κίνησης, πετρέλαιο ή βενζίνη