lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πιέζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
depress, press, pressurize, push, screw, stress
πιέζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
lisovat, nutit, přimáčknout, přitisknout, přitlačit, sevřít, stisknout, stlačit, stísnit, tisknout, tlačit, tísnit, urgovat, vylisovat, zatlačit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
drücken
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
presse, trykke
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
apretar, empujar, forzar, oprimir, presionar, pulsar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
appuyer, presser, serrer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
calcare, incalzare, pigiare, premere, pressare, schiacciare, sollecitare, spingere, stringere, urgere
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
presse, trenge, trykka, trykke, trå
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
давить, жать, надавливать, нажимать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
trycka
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
націскаць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
suruma
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ahdistaa, puristaa, tiukata
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
nyomni, nyomást
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
apertar, comprimir, espremer, oprimir, prensar, pulsar, recalcar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
варення, випрасувати, давити, давка, джем, затискати, затиснути, надавити, натискати, натиснути, прасувати, прес, преса, придушення, стискати, стискувати, стиснути, тиснути, топтання, чавити
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
naciskać

Σχετικές λέξεις

πιέζω συνώνυμα, πιέζω στα αγγλικά, πιέζω τον εαυτό μου