lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πλαίσιο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
binding, casing, frame, mount, selling, setting
πλαίσιο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
futro, obložení, prostředí, rám, rámec, sestavení, vazba, vázání
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bindung, blendrahmen, einband, fassung, gehäuse, rahmen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
band, dørkarm, karm, perm, ramme
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bastidor, cabalgadura, cubierta, encuadernación, guarnición, marco, pasta
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cadre, carter, cartonnage, chambranle, châsse, châssis, embase, encadrement, enchâssure, entourage, ferrure, garniture, grébiche, huisserie, monture, reliure, serte, sertissure
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cavalcatura, cornice, intelaiatura, legatura, rilegatura, telaio
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
band, dørkarm, innfatning, karm, perm, ramme
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
косяк, окружение, оправа, переплет, переплёт, рама
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
band, karm, pärm
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
аправа, рама
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
raam
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hela, kansi, kehys, kehä, raami, runko
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
okvir
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
ajtókeret, foglalat, hátasló, keret, kötés
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bastidor, caixilho, cubista, marco, moldura, quadro
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
cadru
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
ogrodje
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гора, дзвеніти, дзвонити, дзвінок, задзвеніти, каблучка, кільце, монтаж, монтувати, оббивка, оболонка, обшивка, оправа, постановка, піднятися, підійматися, рама, сходити, установка
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
futryna, oprawa

Σχετικές λέξεις

πλαίσιο ωράριο, πλαίσιο κινητά, πλαίσιο πάτρα, πλαίσιο περιστέρι, πλαίσιο τηλέφωνο, πλαίσιο θεσσαλονίκη, πλαίσιο ηράκλειο, πλαίσιο σύνταγμα, πλαίσιο στοκ, πλαίσιο γλυφάδα