lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πλανόδιος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ambulatory, itinerant, migrant, migration, migratory, nomadic, peripatetic, rambling, travelling, vagabond, vagrant, wayfaring
πλανόδιος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
ambulantní, kočovný, kočující, nestálý, pojízdný, potulný, stěhovavý, toulavý, tulák, těkavý, vagabund
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wandere
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
errabundo, errante, peregrino, vagabundo, vago
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ambulant, errant, erratique, forain, migrateur, photostoppeur, théâtre, vagabond
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
randagio, vagabondo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
landstryker
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
блуждающий, бродячий, странствующий
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
бадзяжны, валацужны, вандроўны
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kóborló, sétahely, vándorlás
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ambulante, errante, peregrino, vagabundo, vago
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
potulný
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
блукання, бродячий, кочовий, мандрівний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
wędrowny

Σχετικές λέξεις

πλανόδιος φωτογράφος, πλανόδιος πωλητής, πλανόδιος εφημεριδοπώλης, πλανόδιος μανάβης, πλανόδιοσ ψαράσ, πλανόδιοσ σαλπιγκτήσ, πλανόδιος μουσικός, πλανόδιος έμπορος, πλανόδιος μικροπωλητής, πλανόδιος παγωτατζής