lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πλεόνασμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
congestion, excess, glut, nimiety, oodles, overage, overbalance, overgrowth, overkill, overspill, plenitude, plethora, redundancy, repletion, superabundance, superfluity, surfeit, surplus
πλεόνασμα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
hojnost, krajnost, nadbytek, nadbytečný, nemírnost, přebytek, přebytečný, výstřelek, zbytečný, zisk
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
exzess, mehr, mehrbetrag, plus, zuviel, überfluss, übermaß, überschuss
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
overskud
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
demasía, excedente, exceso, inundación, peste, plétora, sobra, superávit
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
boni, comble, débauche, dégoût, dépassement, excel, excès, excédent, exubérance, plus-value, pléthore, rabiot, superflu, superfluité, surabondance, surcharge, surcroît, surnombre, surplus, trop-plein
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
eccedenza, eccesso, superfluo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
overskudd, yppighet
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
избыток, излишек, излишество, излишний, наценка
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
råga, yppighet, överflöd, överskott
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
излишек, лішніца, празмернасць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ylijäämä
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
felesleg, túltengés
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
excedente, excesso, sobra
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
prebytok
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
додача, достаток, ексцес, крайність, лишок, надлишок, надмір, надмірність, перевищення, розлите
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
nadmiar, nadwyżka

Σχετικές λέξεις

πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών, πλεόνασμα 2013, πλεόνασμα δικαστές, πλεόνασμα στο εμπορικό ισοζύγιο, πλεόνασμα παραγωγού, πλεόνασμα του καταναλωτή, πλεόνασμα ορισμος, πλεόνασμα ένστολοι, πλεόνασμα 2014, πλεόνασμα ένστολους