lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πνεύμονας

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lung
πνεύμονας
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
plíce
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lunge, lungenflügel
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
lunge
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bofe, pulmón
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
poumon
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
polmone
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lunga, lunge
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
легкое, лёгкое
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lunga
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mushkëri
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
лёгкае
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kops
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
keuhko
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
plautis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pulmão
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
pljuča
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
płuco

Σχετικές λέξεις

πνεύμονας ανατομία, πνεύμονας καπνιστή, πνεύμονας καρκίνος, πνεύμονας υγραερίου, πνεύμονας εμφύσημα, υγρό πνεύμονας, ινώδης πνεύμονας, σιδερένιος πνεύμονας, τεχνητόσ πνεύμονασ