lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ποζάρω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
affect, attitudinise, attitudinize, beyond, pose, swank
ποζάρω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
klást, položit, posadit, postavit, pózovat, stavět
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hinlegen, legen, platzieren, posieren, sitzen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
lege, posere, sætte
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
colocar, poner, posar, posarse
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
plastronner, poser
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
porre, posare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
legge, posere
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
позировать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
posera
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
asettaa, panna
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
colocar, posar
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
pozować