lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πολιορκώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
beleaguer, beset, besiege, persecute, siege
πολιορκώ
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
oblehnout, obléhat, obtěžovat, trápit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
angreifen, bedrängen, belagern, bestürmen, umgeladen
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acosar, asediar, cercar, sitiar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
assaillir, assiéger, emboîter, infester, obséder
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
assediare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
beleire
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
нападать, осаждать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ansätta, belägra, förfölja
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
акружаць, асаджваць, даймаць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
piirittää
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
bántalmaz
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sitiar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
осаджувати, оточити, оточувати, оточіть
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
napastować, oblegać

Σχετικές λέξεις

πολιορκώ λεξικό