lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πολλοί

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
awfully, badly, dismally, greatly, lot, many, much, peck, plenty, seriously, sorely, too, umpteen, very
πολλοί
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
hodně, mnohem, mnoho, mnozí, plno, silně, tuze, velice, velmi, úplně
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bedeutend, bestens, hoch, höchst, manche, mehrere, ordentlich, schrecklich, sehr, viel, viele, überaus
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
mange, megen, meget, myre, ordentlig, svært, særlig
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mucho, muy
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
beaucoup, bien, bougrement, bésef, fort, grandement, joliment, long, lourd, maint, moult, nombreux, notablement, plusieurs, prou, singulièrement, très
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
assai, molti, molto, parecchio, tanto
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bare, mange, meget, mektig, mye, ordentlig, svært, veldig
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вельми, весьма, многие, много, многочисленный, очень
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
långt, manege, massvis, många, ordentlig, riktigt, synnerligen
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shumë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
много
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
багата, вельмі, добра, дужа, многа, надта, шмат
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
palju, väga
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hyvin, kovin, lukuisa, moni, oikein, paljon, sangen, usea, useat
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jako, mnogo, puno, vrlo
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
nagyon, sok, sokszámos
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
daug, daugelis, daugybė, labai
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bastante, extenuado, grandemente, mocho, muito, muitos
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
foarte, mult
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
precej, veliko, zelo
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
veľa, veľmi
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
багатенько, багато, багато-багато, будь-що, вельми, виправити, виправитися, виправляти, виправлятися, вирівнювати, вирівнюватися, вирівняти, вирівнятися, високо, вірний, вірно, гарно, добре, дуже, дуже-дуже, занадто, заповнений, зовсім, криниця, могутньо, надзвичайно, надто, найбільш, найбільше, направо, ну, особливо, повний, повністю, правий, правильний, правильно, право, прямий, прямо, ситий, смачно, справедливий, справедливо, страшенно, також, теж, цілий, щиро, що-небудь, щось
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
bardzo, dużo, multum, wiele

Σχετικές λέξεις

πολλοί λένε ότι η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού, πολλοί λατρεύουνε την τάξη, πολλοί γαρ εισί κλητοί ολίγοι δε εκλεκτοί, πολλοί πολυμαθέες νόον ουκ έχουσιν, πολλοί άνθρωποι λένε σ' αγαπώ γιατί σε χρειάζομαι. λίγοι όμως λένε σε χρειάζομαι γιατί σε αγαπώ, πολλοί άνθρωποι ζουν γιατί απλά είναι παράνομο να τους πυροβολήσεις, πολλοί έσονται πρώτοι έσχατοι και έσχατοι πρώτοι, πολλοί νεκροί για μια κηδεία, πολλοί φτιάχνουν ένα ψέμα για να σωθούν, πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι η ευτυχία