lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πολυτέλεια

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
exuberance, frill, luxury, pomp, splendour
πολυτέλεια
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bohatství, honosnost, lesk, luxus, nadbytek, nádhera, okázalost, přepych, skvělost, záře
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufwand, luxus, pomp, pracht, prunk, reichtum, staat
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
glans, luksus, pomp
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
esplendor, exceso, fausto, gloria, lujo, magnificencia
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
apparat, excès, faste, luxe, magnificence, opulence, pompe, richesse, somptuosité, splendeur, standing, superfluité
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fasto, lusso, pompa, sfarzo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
glans, luksus, pomp, prakt, stas, yppighet
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
излишество, роскошь
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
glans, lyx, pomp, prakt, stas, ståt, yppighet, överflöd
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
помпа
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
багацце, роскаш
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
luksus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
loisto
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
raskoš
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
fény, luxus
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
prabanga
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esplendor, gala, luso, luxo, ostentação, pompa
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
luxus
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розкіш
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
luksus, przepych, zbytek

Σχετικές λέξεις

πολυτέλεια αντώνυμο, πολυτέλεια σε... 20 τετραγωνικά, πολυτέλεια συνώνυμα, πολυτέλεια συνώνυμο, πολυτέλεια αντίθετο, πολυτέλεια της παιδείας, πολυτέλεια αποφθέγματα, πολυτέλεια η παιδεία, ονειροκρίτης πολυτέλεια, προσιτή πολυτέλεια