lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δανείζω στα πολωνική

Λέξη:
δανείζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (3):
pożyczać, użyczać, wypożyczać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική δανείζω, ονειροκρίτης δανείζω, εγώ δανείζω, δανείζω χρήματα, δανείζω συνώνυμο, δανείζω ρήμα, δανείζω στα πολωνική, pożyczać στα ελληνικά
δανείζω στα πολωνική