lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δελεάζω στα πολωνική

Λέξη:
δελεάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (5):
nęcić, uwodzić, wabić, zwabić, łudzić
Σχετικές λέξεις:
πολωνική δελεάζω, δελεάζω συνώνυμο, δελεάζω συνώνυμα, δελεάζω αγγλικά, δελεάζω translate, δελεάζω στα πολωνική, nęcić στα ελληνικά
δελεάζω στα πολωνική