lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εντολή στα πολωνική

Λέξη:
εντολή (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (7):
dowództwo, komenda, komenderować, nakaz, pełnomocnictwo, polecenie, rozkaz
Σχετικές λέξεις:
πολωνική εντολή, εντολή φορολογικού ελέγχου, εντολή συνώνυμα, εντολή σαμαρά, εντολή πληρωμής, εντολή μετακίνησης, εντολή στα πολωνική, dowództwo στα ελληνικά
εντολή στα πολωνική