lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ικανότητα στα πολωνική

Λέξη:
ικανότητα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (8):
biegłość, kompetencja, sprawność, umiejętność, uzdolnienie, wprawa, zdolność, zręczność
Σχετικές λέξεις:
πολωνική ικανότητα, ικανότητα συνώνυμο, ικανότητα συγκέντρωσης, ικανότητα πρόσκτησης εσωτερικής γνώσης, ικανότητα προς δικαιοπραξία, ικανότητα δικαιοπραξίας, ικανότητα στα πολωνική, biegłość στα ελληνικά
ικανότητα στα πολωνική