lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

προκαλώ στα πολωνική

Λέξη:
προκαλώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (5):
powodować, prowokować, sprowokować, wywoływać, wyzywać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική προκαλώ, προκαλώ την τύχη μου, προκαλώ συνώνυμα, προκαλώ μετάφραση, προκαλώ λεξικό, προκαλώ ετυμολογία, προκαλώ στα πολωνική, powodować στα ελληνικά
προκαλώ στα πολωνική