lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τεντώνω στα πολωνική

Λέξη:
τεντώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (3):
napinać, naprężyć, wytężać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική τεντώνω, τεντώνω συνώνυμο, τεντώνω συνώνυμα, τεντώνω στα αγγλικα, τεντώνω στα πολωνική, napinać στα ελληνικά
τεντώνω στα πολωνική