lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αθώος στα πορτογαλικά

Λέξη:
αθώος (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (6):
inocente, inócuo, inofensivo, casto, continente, puro
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά αθώος, αθώοσ ο κασιδιάρησ, αθώος σαν αγαπημένος, αθώος ο σώρρας για την υπόθεση των 600 δις, αθώος ο σακκάς, αθώος ο κώστας σακκάς, αθώος στα πορτογαλικά, inocente στα ελληνικά
αθώος στα πορτογαλικά