lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακολουθώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
ακολουθώ (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (9):
acompanhar, andar, caminhar, funcionar, ir, marchar, seguir, suceder, vigilar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ακολουθώ, ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι, ακολουθώ την πεπατημένη, ακολουθώ συνώνυμο, ακολουθώ συνώνυμα, ακολουθώ στα αρχαία, ακολουθώ στα πορτογαλικά, acompanhar στα ελληνικά
ακολουθώ στα πορτογαλικά