lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανόητος στα πορτογαλικά

Λέξη:
ανόητος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
absurdo, disparatado, estúpido, idiota, imbecil, insano, insensato, ridículo, risível, tolo, tonto
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ανόητος, παλαιό ανόητος, ανόητος συνώνυμα, ανόητος στα αρχαία, ανόητος στα αγγλικά, ανόητος αγγλικά, ανόητος στα πορτογαλικά, absurdo στα ελληνικά
ανόητος στα πορτογαλικά