lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

απλός στα πορτογαλικά

Λέξη:
απλός (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (20):
austero, claro, comum, directamente, directo, direito, evidente, franco, habitual, mero, ordinário, raso, recto, rústico, seguido, simples, sincero, singelo, usual, vulgar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά απλός, απλός τόκος, απλός συνώνυμα, απλός μαθηματικός τύπος αποδίδει μόνιμα κέρδη στο στοίχημα, απλός ενεστώτας στα αγγλικά, απλός ενεστώτας, απλός στα πορτογαλικά, austero στα ελληνικά
απλός στα πορτογαλικά