lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποδέχομαι στα πορτογαλικά

Λέξη:
αποδέχομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (16):
aceitar, acolher, adaptar, admitir, adoptar, agregares, captar, concordar, conjecturar, honrar, receber, recobrir, sancionar, supor, tomar, topar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά αποδέχομαι, αποδέχομαι τους όρους, αποδέχομαι τον εαυτό μου, αποδέχομαι συνώνυμο, αποδέχομαι συνώνυμα, αποδέχομαι αντώνυμο, αποδέχομαι στα πορτογαλικά, aceitar στα ελληνικά
αποδέχομαι στα πορτογαλικά