lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ασήμαντος στα πορτογαλικά

Λέξη:
ασήμαντος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (12):
banal, estéril, frívolo, fútil, insignificante, inválido, inútil, nulo, pequeno, trivial, vaidoso, vão
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ασήμαντος, ασήμαντος συνώνυμο, ασήμαντος ραββίνος ο χριστός, ασήμαντος στα πορτογαλικά, banal στα ελληνικά
ασήμαντος στα πορτογαλικά