lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βάζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
βάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (16):
acomodar, adaptar, administrar, ajeitar, ajustar, aplicar, colocar, empregar, infligir, intercalar, meter, pôr, sentar, situar, usar, utilizar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά βάζω, βάζω τόνους, βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά, βάζω τις λέξεις σε αλφαβητική σειρά, βάζω συνώνυμα, βάζω στόχους, βάζω στα πορτογαλικά, acomodar στα ελληνικά
βάζω στα πορτογαλικά