lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βλάπτω στα πορτογαλικά

Λέξη:
βλάπτω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (15):
avaria, dado, danificar, dano, deterioro, detrimento, estrago, ferida, injustifica, lesiona, mal, mau, prejudicar, prejuízo, ruim
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά βλάπτω, ρήμα βλάπτω, βλάπτω συνώνυμο, βλάπτω στα αγγλικά, βλάπτω παρακείμενοσ αρχαία, βλάπτω παρακείμενος, βλάπτω στα πορτογαλικά, avaria στα ελληνικά
βλάπτω στα πορτογαλικά