lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δελεάζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
δελεάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (6):
atrair, engodar, tentar, enganchar, seduzir, iludir
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά δελεάζω, δελεάζω συνώνυμο, δελεάζω συνώνυμα, δελεάζω αγγλικά, δελεάζω translate, δελεάζω στα πορτογαλικά, atrair στα ελληνικά
δελεάζω στα πορτογαλικά