lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δηλητηριάζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
δηλητηριάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (2):
envenenar, intoxicar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά δηλητηριάζω, δηλητηριάζω στα πορτογαλικά, envenenar στα ελληνικά
δηλητηριάζω στα πορτογαλικά