lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διάβρωση στα πορτογαλικά

Λέξη:
διάβρωση (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (3):
erosão, erosivo, corrosiva
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά διάβρωση, διαβρωση εδάφους, διάτρηση στομάχου, διάβρωση του εδάφους, διάβρωση συνώνυμο, διάβρωση πετρωμάτων, διάβρωση στα πορτογαλικά, erosão στα ελληνικά
διάβρωση στα πορτογαλικά