lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δυστυχισμένος στα πορτογαλικά

Λέξη:
δυστυχισμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 13)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (6):
coitado, desgranado, infeliz, lastimável, miserações, miserável
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά δυστυχισμένος, χορν δυστυχισμένος, περιπλανώμενοσ δυστυχισμένοσ, είμαι δυστυχισμένος, δυστυχισμένος χορν στιχοι, δυστυχισμένος γάμος, δυστυχισμένος στα πορτογαλικά, coitado στα ελληνικά
δυστυχισμένος στα πορτογαλικά