lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δυσφημώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
δυσφημώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (5):
caluniar, difamar, injuriar, infamar, desacreditar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά δυσφημώ, δυσφημώ μετάφραση, δυσφημώ ή δυσφημίζω, δυσφημώ στα πορτογαλικά, caluniar στα ελληνικά
δυσφημώ στα πορτογαλικά