lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δύναμη στα πορτογαλικά

Λέξη:
δύναμη (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (24):
autoridade, citar, competência, controle, demagogia, ditar, energia, fortaleza, força, furna, impar, impor, império, intensidade, mando, obrigar, poder, potencia, potenciar, potência, reino, seroarão, vigor, ímpeto
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά δύναμη, δύναμη ψυχής, δύναμη πολιτών μαραθώνα, δύναμη πολιτών ηράκλειο, δύναμη πολιτών, δύναμη ελπίδας, δύναμη στα πορτογαλικά, autoridade στα ελληνικά
δύναμη στα πορτογαλικά