lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιδοκιμάζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
επιδοκιμάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (17):
aceitar, admitir, adoptar, aprovar, assentir, confessar, confirmar, declarar, elogiar, enaltecer, glorificar, professar, ratificar, reconhecer, sancionar, santificar, validar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά επιδοκιμάζω, επιδοκιμάζω συνώνυμο, επιδοκιμάζω σημασια, επιδοκιμάζω προταση, επιδοκιμάζω ορισμός, επιδοκιμάζω λεξικο, επιδοκιμάζω στα πορτογαλικά, aceitar στα ελληνικά
επιδοκιμάζω στα πορτογαλικά