lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καταγωγή στα πορτογαλικά

Λέξη:
καταγωγή (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
estirpe, fluente, fonte, nascente, nascimento, origem, origens, principio, procedência, sangre, sangue
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά καταγωγή, καταγωγή φουρέιρα, καταγωγή των ελλήνων, καταγωγή των ειδών, καταγωγή τσίπρα, καταγωγή τούρκων, καταγωγή στα πορτογαλικά, estirpe στα ελληνικά
καταγωγή στα πορτογαλικά