lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λειτουργία στα πορτογαλικά

Λέξη:
λειτουργία (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (17):
acciona, actividade, acção, cargo, consequencial, consequência, efeito, emprego, funciona, função, impressão, oficio, ofício, operacional, operação, propósito, resultado
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά λειτουργία, λειτουργία της καρδιάς, λειτουργία συνώνυμα, λειτουργία μετρό, λειτουργία καταστημάτων, λειτουργία καρδιάς, λειτουργία στα πορτογαλικά, acciona στα ελληνικά
λειτουργία στα πορτογαλικά