lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λιώνω στα πορτογαλικά

Λέξη:
λιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (14):
afogar, debelar, degelar, derretesse, desatar, descongelar, desvelar, desvelasse, dissolver, fundir, linchar, liquidar, resolver, solucionar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά λιώνω, λιώνω και το ξερεις, λιώνω και δεν παλιωνω, λιώνω για σένα στίχοι, λιώνω για σένα, λιώνω ή λειώνω, λιώνω στα πορτογαλικά, afogar στα ελληνικά
λιώνω στα πορτογαλικά